ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ,
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ.
ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ,
ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ.
ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ.
ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ.
ΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ, ΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΤΡΑΠΕΖΟΥΝΤΟΣ.
11 Ιανουαρίου 1300-1391 μ.Χ. 91 Ετών
11 Ιανουαρίου 1300-1391 μ.Χ. 91 Ετών
Ο Άγιος Θεοδόσιος δεν γεννήθηκε στον Πόντο. Φημίζεται όμως πως η μητέρα του είχε την καταγωγή απ' την Ανατολή, ο δε πατέρας απ' την Κορισσό της Καστοριάς.
Σ' αυτή λοιπόν την Καστοριά γεννήθηκε ο Θεοδόσιος το 1300 μ.Χ., μα επισκόπησε 21 έτη στην Τραπεζούντα του Πόντου, της οποία αγάπησε όσο ουδείς άλλος, καυχόμενος πως είναι Πόντιος γηγενής και σ' αυτή κοιμήθηκε και ετάφη σε ηλικία 91 ετών.
Ο Θεοδόσιος γεννήθηκε στην Κορισσό από φτωχούς, μα ευσεβείς γονείς, που είχαν κι' άλλο ένα αγόρι, δεκαέξι χρόνια μικρότερο απ' τον Θεοδόσιο, τον Διονύσιο. Ο Διονύσιος κάποτε θα γίνει ιδρυτής και Ηγούμενος της Μονής του Τιμίου Προδρόμου του Αγίου Όρους, χαρίζοντας σ' αυτή το τιμημένο όνομά του «Μονή του αγίου Διονυσίου».
Κάποια μέρα που ο Θεοδόσιος γίνεται 18 χρονών αποφασίζει να φύγει για μέρη μακρινά και άγνωστα. Να κατοικήσει στα άγρια βουνά του Πόντου, που τόσο τα λατρεύει απ' τις διηγήσεις της μάνας του.
Τον Αύγουστο του 1318 φθάνει στην Κωνσταντινούπολη και στο Πατριαρχείο για να προσκυνήσει. Εκεί, ξαφνικά, ένα χέρι τον ακουμπά στο ώμο και τον ξαφνιάζει. Γυρίζει απότομα και βλέπει ένα γηραλέο κληρικό, ισχνό, ψηλό, χλωμό με χαρακτηριστικά που δείχνουν ψυχή όμορφη, ευγενική. Πριν όμως προλάβει να ρωτήσει ακούει τον κληρικό να του λέγει.
Παιδί μου τί σου συμβαίνει; Μήπως είσαι ξένος; Μήπως έχεις καμιά ανάγκη υλική;
Ο Θεοδόσιος ανακουφίζεται, χαμογελά και απαντά.
Δεν μου συμβαίνει τίποτε, ούτε ανάγκη υλική έχω Γέροντα. Ήλθα από πολύ μακριά για μια υπόθεση πνευματική.
Μπορώ να την ακούσω;
Μπορείς αν με βεβαιώσεις Γέροντα πως είσαι καθαρός Ορθόδοξος κι' όχι φιλοπαπικός κοινωνώντας εκκλησιαστικώς με τους Λατίνους;
Μπορείς να μου μιλήσεις ελεύθερα παλληκάρι μου, κάνει ο Ιερωμένος. Έλα μέσα στο Πατριαρχείο για να μου πεις με ησυχία τί πνευματικές ανάγκες σε απασχολούν.
Εδώ μένεις Πάτερ;
Εδώ, εδώ απαντά εκείνος, ενώ διασχίζει την αυλή.
Διάκονος είσαι;
Όχι.
Παπάς;
Ναι.
Μπορείς να με παρουσιάσεις στον Πατριάρχη;
Θα σε παρουσιάσω, θα σε παρουσιάσω παιδί μου, τον καθυσηχάζει.
Μόλις μπαίνουν μέσα σε μια μεγάλη επιβλητική αίθουσα, ο ιερωμένος τον βάζει να καθίσει και κάθεται απέναντί του κι' αυτός. Έπειτα τον ρωτά.
Σαν τί δουλειά θα ήθελες παιδί μου να βρεις;
Να σου πω Πάτερ. Θα ήθελα να βρω μια δουλειά μόνο για να βγάζω το ψωμί μου, μέχρις ενός διαστήματος. Έπειτα θα πάγω στον Πόντο. Στην Τραπεζούντα υπάρχει το περιβόητο Μοναστήρι του αγίου Ευγενίου και βαθειά έρημος.
Σ' αρέσει να καλογερέψεις; ρωτά με ζωηρό ενδιαφέρον ο κληρικός, βλέποντας στα μάτια τον Θεοδόσιο.
Μ' αρέσει, γι' αυτό κι' έφυγα κρυφά απ' τους γονείς μου.
Αυτό είναι θεάρεστο παιδί μου. Θα σε κρατήσω λοιπόν στο Πατριαρχείο κι' αργότερα βλέπομε.
Θα με θελήσει ο Πατριάρχης;
Αν θα σε θελήσει; Βεβαίως και θα σε θελήσει.
Πότε θα τον γνωρίσω;
Τον έχεις παιδί μου γνωρίσει, είναι αυτός που σου μιλά αυτή τη στιγμή.
Ο νέος χλωμιάζει, σηκώνεται, πέφτει στα πόδια του Πατριάρχου Καλλίστου του Α' και τα φιλεί.
Σήκω τον προστάζει εκείνος. Θα σε κρατήσω εδώ, θα σε μάθω πολλά γράμματα, θα σε κάνω Μοναχό κι' αν είσαι άξιος, ο Θεός θα με φωτίσει τί άλλο πρέπει να σε κάνω.
Δέχομαι Δέσποτά μου, απαντά γεμάτος ευχαρίστηση ο δεκαοκτάχρονος Θεοδόσιος.
Μένει κι' ο καιρός περνά με νέα πνευματική ζωή, με νέα πρόοδος. Μόλις μπαίνει στο εικοστό πέμπτο έτος της ηλικίας, ο Πατριάρχης Κάλλιστος ο Α' χειροτονεί αυτόν Μοναχό, μετά ταύτα Διάκονο της Μεγάλης Εκκλησίας. Φθάνοντας δε στο τριακοστό έτος τον χειροτονεί Ιερέα.
Η υπηρεσία που προσφέρει στην Εκκλησία, ο Ιερομόναχος Θεοδόσιος είναι εξαίσια και σφόδρα πολύτιμη. Πρώτα-πρώτα κερδίζει την αγάπη και εμπιστοσύνη του ποιμνίου. Είναι τέτοιο το ήθος του, η διαγωγή του, η αγιότητά του, που ο λόγος του γίνεται νόμος στις συνειδήσεις των πιστών, για τη σωτηρία των οποίων φροντίζει παντοιοτρόπως.
Ο Θεοδόσιος μόλις αντιλαμβάνεται ότι γύρω απ' το όνομά του γίνεται πολύς θόρυβος, σηκώνεται μια νύχτα, αφήνει πίσω του το Πατριαρχείο, μπαίνει σ' ένα καράβι κι' έρχεται στο Άγιον Όρος του Άθω, στο ιερό περιβόλι της Παναγίας.
Ζητά και βρίσκει τον πιο αυστηρότερο, τον πιο ασκητικότερο, τον πιο απόκοσμο ησυχαστή, που ζει μεν σε Μοναστήρι μικρό, αλλά ασκητήριο σωστό με λιγοστούς πατέρες. Είναι το Μοναστήρι του Φιλοθέου, που είναι χτισμένο προ το Ν.Α. μέρος του Αγίου Όρους ανάμεσα σε ομαλούς λόφους και καταπράσινες πεδιάδες και που το πρωτόχτισε ο Μέγας Κωνσταντίνος το 327 μ.Χ. Εδώ στο Μοναστήρι του Φιλοθέου υποτάσσεται και γίνεται Μοναχός με τέλεια υπακοή και τέλεια αφάνεια από τα βάσανα του κόσμου.
Ένα πρωΐ ο Ηγούμενος αποθνήσκει κι' η αδελφότης θέλοντας και μη, τον ανακηρύττει Ηγούμενο σε ηλικία τριανταδύο ετών. Τόση δε φήμη δίνει η αγιότητα της ζωής του, ώστε μέσα σε λίγα χρόνια το Μοναστήρι του Φιλοθέου παίρνει την πρώτη θέση ανάμεσα στα ενάρετα Μοναστήρια του Αγίου Όρους.
Κάποια μέρα ο Θεοδόσιος παίρνει τρείς υποτακτικούς του και κατευθύνεται προς τη Σκήτη του Τιμίου Προδρόμου, διαβαίνει τα σύνορα της Μονής Ιβήρων και φθάνει στην ακρογιαλιά. Σκοπός του είναι να συναντηθεί με κάποιους ανθρώπους του παλατιού, που θα φέρουν σ' αυτόν ιεροσφράγιστο γράμμα του αυτοκράτορος, δια του οποίου ο αυτοκράτορας χαρίζει στο Μοναστήρι του Φιλοθέου απέραντες εκτάσεις της Χαλκιδικής Χερσονήσου προς συντήρηση των Μοναχών και τη φιλοξενία των ξένων.
Φθάνει λοιπόν στην ακρογιαλιά και συναντιέται με τους βασιλικούς ανθρώπους.
Ξαφνικά, ενώ ο Ηγούμενος Θεοδόσιος ετοιμάζεται να επιστρέψει με τους Μοναχούς στο Μοναστήρι του, αίφνης ένα καράβι με πειρατές σταματά στην ακροθαλασσιά. Τους περικυκλώνουν και κρατούν αιχμάλωτο το Ηγούμενο Θεοδόσιο. Του δένουν λοιπόν τα χέρια, τον παίρνουν μαζί τους στο πλοίο και φεύγουν. Πηγαίνουν σε μια απομακρυσμένη ακρογιαλιά του Βοσπόρου κι' από κει με τα πόδια τον φέρνουν στην Προύσα, για να τον πουλήσουν σε ένα κτηματία Προυσαλιώτη, που έχει απέραντα κτήματα στους πρόποδες του Ολύμπου «του όρους των ασκητών».
Ο Προυσαλιώτης αγοράζει τον Θεοδόσιο αμείβοντας γερά τους πειρατές και βάζοντας τον πάνω σ' ένα μουλάρι μαζί με άλλους του δούλους, τον στέλνει σ' ένα αγρόκτημα που έχει μεταξύ της Απολλωνίας λίμνης και του Τσαρδί.
Την επομένη ο κτηματίας Προυσαλιώτης ρωτά τον Θεοδόσιο.
Από που είσαι πάτερ;
Απ' το Άγιο Όρος, απαντά.
Ένα μονάχα θα σε ρωτήσω προσθέτει ο αφέντης κι' απ' την απάντησή σου εξαρτάται ή ελεύθερος να αφεθείς ή σκλάβος να μείνεις δικός μου.
Θα σε ρωτήσω αν δέχεσαι σαν αρχηγό της Εκκλησίας μας τον Επίσκοπο Ρώμης, τον Πάπα, ναι ή όχι;
Όχι. Δεν δέχομαι τον Πάπα σαν αρχηγό της Εκκλησίας. Τον δέχομαι σαν χολέρα, σαν πανούκλα της Εκκλησίας γιατί είναι Αιρετικός και εχθρός του Χριστού.
Ο αφέντης σηκώνεται όρθιος, αρπάζει τα χέρια του Ηγουμένου, τα φιλεί και λέγει.
Είσαι ελεύθερος, Μπορείς να φύγεις απ' αυτή τη στιγμή. Έχω όμως μια κρυφή επιθυμία. Η επιθυμία μου είναι να πας στον Πατριάρχη μας τον Κάλλιστο Α' και να μείνεις στην υπακοή του. Είναι άγιος κι' η δική μου η εργασία είναι ν' αγοράζω σκλάβους και να τους ελευθερώνω, στέλνοντάς τους στα άγια χέρια του για να σωθούν.
Κύριε, η οσιότης του μ' έκανε διάκο και παπά προ είκοσι χρόνια. Ήμουν τότε 32 ετών κι' άλλα 20 που καλογέρεψα στο Όρος γίνονται 52. Τώρα είμαι πενήντα δύο ετών.
Η χαρά μου είναι απερίγραπτη για όσα ακούω, λέγει ο αφέντης. Αύριο πρωΐ-πρωΐ θα σε παραδώσω σε συνοδεία για να πας κατ' ευθείαν στον Πατριάρχη μας.
ξεκινά για την Κωνσταντινούπλη και φθάνει στο Πατριαρχείο, απ' το οποίο προ είκοσι χρόνια είχε φύγει λαθραία, από φόβο μήπως τον ψηφίσουν Επίσκοπο. Μα το θέλημα του Θεού δεν μπορεί να το αποφύγει, γιατί μόλις ο Πατριάρχης, γηραιός πια, τον αντικρύζει, ανοίγει τα χέρια του κι' αφού τον αγκαλιάζει με δάκρυα για πρώτη κουβέντα του λέγει.
Τέκνο μου Θεοδόσιε. Κοιμήθηκε προ ημερών ο Ηγούμενος της Μονής των Μαγγάνων, θα σε στείλω λοιπόν να μείνεις, ώσπου να χηρέψει καμιά Επισκοπή του Πόντου, για να σε ψηφίσω Επίσκοπο. Η Εκκλησία δέρνεται απ' τον Παπισμό και πρέπει να περισυλλέξομε τα δυστυχισμένα τέκνα της για να μη απολεσθούν.
Ο Θεοδόσιος ζητά τη χάρη να τον στείλει στο Άγιον Όρος, αλλά τα πράγματα έρχονται αλλιώς. Έτσι ούτε στο Άγιον Όρος, ούτε στη Μονή των Μαγγάνων πηγαίνει ο Θεοδόσιος, αλλά ψηφίζεται με Σύνοδο πολλών Αρχιερέων Επίσκοπος Τραπεζούντος και λαβαίνει τον τίτλο «Θεοδόσιος Καλόγερος, ανάξιος Επίσκοπος Ιερώτατος Πάπας Τραπεζούντος και Πόντου».
Μετά τη χειροτονία του σε Επίσκοπο, αποστέλλεται στην Τραπεζούντα με συνοδεία τριών βασιλικών πλοίων, τριάντα αξιωματικών, δυό στρατηγών, έξι Επισκόπων και σαράντα κληρικών, στις 9 Αυγούστου του 1370, ημέρα Παρασκευή.
Όλα τα λιμάνια των πόλεων απ' όπου πλέει η συνοδεία, έχουν σημαιοστολισθεί και χιλιάδες κόσμος έχει κατακλύσει τις ακρογιαλιές περιμένοντας με αγωνία τη στιγμή που θ' αντικρύσουν τα βασιλικά πλοία που φέρνουν τον Αρχιεπίσκοπο πάσης Ποντιακής γης, μέσα σε μια φρικτή εποχή της Φραγκοκρατίας. Και η συνοδεία των πλοίων περνά απ' το λιμάνι της Ηρακλείας του Πόντου, της Σινώπης, της Κρώμνας, της Αμισού, της Οινόης, της καλλονής των παραθαλασσίων του Ευξείνου πόλεων Κερασούντος, της μαρτυρικής Τριπόλεως και των Πλατάνων.
Πλησιάζουν τώρα το λιμάνι της Τραπεζούντος. Το πανέμορφο λιμάνι με τους μεγάλους βραχίονες που αγκαλιάζουν μια πελώρια έκταση του Ευξείνου και που μοιάζει σαν μικρή χαριτωμένη λίμνη.
Το λιμάνι με τη γραφική φυσική καλλονή του, σημαιοστολισμένο μέχρι το κάστρο και τα ανάκτορα, πάνω στις επάλξεις των οποίων σφραγίζει το Βυζαντινό Ποντιακό Λάβαρο με τον Μονοκέφαλο αετό, δίνει την εντύπωση μιας άξιας πρωτεύουσας, που εκπροσωπεί το ΜΕΓΑΘΗΡΙΟ των αιώνων, την ένδοξη Βυζαντινή αυτοκρατορία. Εδώ στην καρδιά του Βυζαντίου και έμψυχη πρωτεύουσά του, εδώ στο ελεύθερο χώμα που δεν έφθασε το πόδι του κατακτητού Πάπα, χιλιάδες άνθρωποι άνδρες, γυναίκες, στρατός, άλλοι στην ξηρά και άλλοι στα ακάτια μικρά και μεγάλα και τριήρεις πολεμικές του Πόντου, περιμένουν με εικόνες στα χέρια να αντικρύσουν τον καλό ποιμένα τους.
Τον υποδέχονται λοιπόν με ψαλμωδίες και κωδωνοκρουσίες και παίρνοντάς τον ο κλήρος με επικεφαλής τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ' τον Κομνηνό, έρχονται στον ναό της Παναγίας Χρυσοκεφάλου. Εδώ γίνεται η ενθρόνιση, ημέρα Τρίτη, 13 Αυγούστου του έτους 1370.
Ο Λόγος που κάνει στον λαό ο Θεοδόσιος Αρχιεπίσκοπος Τραπεζούντος και Πόντου, είναι απλώς, γεμάτος όμως πνευματικότητα και ζήλο.
Κανένας δεν θα κοιμηθεί από δω κι' εμπρός νηστικός, τους υπόσχεται. Κανένας δεν θα τιμωρηθεί από φτώχεια και αρρώστια και γηρατειά. Η αγκαλιά της Μητέρας Εκκλησίας, τους λέγει, είναι πολύ μεγάλη και χωρά όλα τα Ορθόδοξα τέκνα της. Προσέξτε και τούτο τους συνιστά κανένας σας να μη δεχθεί ούτε ένα πράσινο φύλλο απ' τους Λατίνους και τους Λατινοφίλους Έλληνες, που έρχονται στον Ορθόδοξο Πόντο για προπαγάνδα υπέρ της Ενώσεως των Εκκλησιών. Ένωσης δεν γίνεται στον αιώνα τέκνα μου αγαπητά προσθέτει, γιατί οι Παπικοί είναι Αιρετικοί και παμπόνηροι. Υπόσχονται ένωση, αλλά εργάζονται για τον αφανισμό των Ορθοδόξων Δογμάτων, μένοντας πιστοί στην Αίρεσή τους. Όταν ενωθεί το φως με το σκοτάδι, τότε μπορεί να δεχθεί στους κόλπους της η Εκκλησία τον καταραμένο Παπισμό.
Και τα λόγια του Αρχιεπισκόπου, δε μένουν λόγια κούφια, αλλά γίνονται έργα. Χτίζει γηροκομεία και μαζεύει χιλιάδες γέροντες φτωχούς και αναπήρους απ' όλη την περιοχή του Πόντου. Χτίζει Πτωχοτροφείο, χτίζει Παρθεναγωγείο για να μαθαίνουν γράμματα οι νέες, χτίζει σχολεία για την πρόοδο της Ελληνικής Παιδείας, χτίζει οικήματα για φτωχές και άπορες οικογένειες, παντρεύει ορφανές κόρες, ντύνει γυμνούς και κατατρεγμένους πρόσφυγες που έχουν καταφύγει στην Τραπεζούντα απ' τις επιδρομές των Σελτζούκων Τούρκων. Χειροτονεί πλήθος ευλαβών ιερέων και σκορπά σε πολλά μέρη του Πόντου για να φρουρήσουν τον Ποντιακό Λαό και να στηρίξουν το φρόνημά του στην πατροπαράδοτο πίστη. Όλοι τον ονομάζουν δεύτερο άγιο Νικόλαο κι' όλοι τον υπεραγαπούν. Εκείνοι που τον μισούν και τον διαβάλλουν είναι οι Λατινόφρονες και Φιλοπαπικοί, που πηγαίνουν για πείσμα του αγίου και χτίζουν μια εκκλησία φιλοπαπική την αγία Μαρίνα στο Κάστρο της Τραπεζούντος, για να γκρεμιστεί μέσα σε ένα μήνα απ' τους Τραπεζουντίους μέχρι θεμελίων.
Ο Θεοδόσιος δεν υπήρξε γνήσιο γέννημα του Πόντου, αλλά εραστής του Πόντου, Πόντιος στο φρόνημα, Πόντιος στο συναίσθημα, Πόντιος στη λατρεία του Πόντου, Πόντιος Επίσκοπος με ζήλο υπέρ της Εκκλησίας του Πόντου όσο ουδείς. Υπήρξε ακόμα εγκαλλώπισμα του Πόντου και φλογερός ζηλωτής του Ποντιακού στοιχείου, ντροπιάζοντας μ' αυτό άλλους, που υπήρξαν μεν Πόντιοι κατά γένος, ανάξιοι όμως υιοί του Πόντου, γεννήματα του Πόντου, θρέμματα όμως του Παπισμού, σαν εκείνον τον Μέγα Προδότη της Εκκλησίας του Πόντου, Βησσαρίωνα τον Νικαίας, που πρόδωσε τα Ορθόδοξα Δόγματα στη Φερράρα της Φλωρεντίας και προσκύνησε τον Πάπα, απαρνηθείς την Ορθόδοξη Επισκοπή του, προκειμένου να γίνει Καρδινάλιος Τουσκούλων της Ιταλίας.
Ο Όσιος πατήρ ημών Θεοδόσιος Επίσκοπος Τραπεζούντος συμπλήρωσε τη θέση του εκπεσόντος στον Παπισμό Βησσαρίωνος, καθώς συνέβη με τον απόστολο Ματθία που πήρε τη θέση του Ιούδα του Ισκαριώτη.
Ο Όσιος Θεοδόσιος ετάφη κάτω από το χώμα της ωραίας Τραπεζούντος στις 11 Ιανουαρίου του 1391, σε ηλικία 91 ετών.
Λιγότερα