ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ,
ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΞ ΑΓΚΥΡΑΣ.
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ,
ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΞ ΑΓΚΥΡΑΣ.
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΞ ΑΓΚΥΡΑΣ.
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΞ ΑΓΚΥΡΑΣ.
ΑΓΙΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΣ, ΜΑΡΤΥΡΑΣ ΕΞ ΑΓΚΥΡΑΣ.
2 Ιανουαρίου 333-360 μ.Χ. 27 Ετών
Βρισκόμαστε στον 4ο μ.Χ. αι., όταν ο Γαλατικός Πόντος ανήκει ακόμα διοικητικώς και εκκλησιαστικώς στη Νεοκαισάρεια, που είναι πρωτεύουσα του Πόντου.
Η Άγκυρα είναι μια ωραιοτάτη πόλη μεταξύ Γορδίου, Νύσσας, Καππαδοκίας και Γάγγρας. Έτσι από Χριστού 360, αυτοκράτορας δε του Βυζαντίου είναι ο Ιουλιανός ο Παραβάτης. Αυτός ανάξιος άνθρωπος αφήνει την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη και πέφτει στην Αίρεση του Αρείου.
Μόλις ο Ιουλιανός ανακηρύττεται αυτοκράτορας ευθύς αμέσως κηρύττει διωγμό κατά της Εκκλησίας. Έπειτα διορίζει πάνω από διακόσιους Επάρχους σε διάφορες πόλεις του Πόντου, τους φανατικούς Αρειανούς ώστε να εξαλείψουν μια για πάντα κάθε χριστιανικό ίχνος από τον απέραντο Πόντο και ολόκληρη τη Βυζαντινή αυτοκρατορία.
Στην Άγκυρα ο Ιουλιανός διορίζει ως Έπαρχο κάποιον αγριόψυχο ειδωλολάτρη, τον Σατουρνίνο. Έχει δώσει δε σ' αυτόν απόλυτη άδεια να φονεύει και χωρίς εξέταση ακόμα, όποιον ήθελε υποπτευθεί για Χριστιανό. Του έχει δε επιστήσει την προσοχή στον αφανισμό των χριστιανικών βιβλίων, των περγαμηνών, των παπύρων, ιδίως των συμμαθητών του Γρηγορίου Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως και Βασιλείου του Μεγάλου, Επισκόπου Καισαρείας.
Και το εξοντωτικό έργο του Σατουρνίνου αρχίζει.
Είναι πρωΐ της 1ης Ιανουαρίου του 360. Μία στρατιωτική συνοδεία φέρνει έναν εκατόνταρχο για απολογία.
Ο Σατουρνίνος κοιτάζει με μάτι αδηφάγο τον εκατόνταρχο από την κορφή ως τα νύχια και τον ρωτά.
Από που κατάγεσαι;
Από την Άγκυρα, του απαντά.
Ώστε Πόντιος είσαι;
Μάλιστα και είμαι εκατόνταρχος.
Πως ονομάζεσαι και πόσων ετών είσαι;
Βασίλειος, απαντά και είμαι εικοσιεπτά ετών.
Σε ποια μονάδα υπηρετείς;
Στη μονάδα των Τριβούνων του 8ου Λόχου.
Έχεις οικογένεια;
Έχω τέσσερα αγόρια και ένα κορίτσι και γυναίκα.
Έχουμε λοιπόν μεγάλους λογαριασμούς Βασίλειε, κάνει ο Έπαρχος. Πριν όμως σε εξετάσω, θα ήθελα να ξέρω αν η οικογένειά σου ανήκει στην αίρεση των Χριστιανών. Ναι ή Όχι;
Πρώτα-πρώτα η Χριστιανική πίστη δεν είναι Αίρεση, αλλά είναι η Θρησκεία του Ουρανού, δεύτερον σε πληροφορώ ότι και η οικογένειά μου με τη δύναμη του Θεού μου είναι Χριστιανική.
Σ' ερωτώ αυθάδη εκατόνταρχε και ελπίζω να τελειώνουμε γρήγορα, λέγει ο Έπαρχος.
Αρνείσαι τον Χριστό;
Ποτέ.
Ο Σατουρνίνος σηκώνεται και μελανιασμένος από έξαψη οργής, σηκώνει ένα στρατιωτικό κόπανο και τον κατεβάζει με δύναμη κατακόρυφα στον εκατόνταρχο.
Ο πόνος σβύνει για λίγο το φως των ματιών του Μάρτυρος, μα συγκρατιέται χωρίς να χάσει την ισορροπία του.
Μετά ταύτα ο Έπαρχος προστάζει να ρίξουν τον Βασίλειο στη φυλακή και τη μεθεπομένη να τον μεταφέρουν στην Κωνσταντινούπολη για να απολογηθεί στον αυτοκράτορα Ιουλιανό Φλάβιο Κλαύδιο σαν στρατιωτικός που είναι.
Εκεί με εντολές του αυτοκράτορα δύο στρατιώτες γυμνώνουν τον Μάρτυρα, χαράζουν με ξυράφι κοφτερό τις δύο ωμοπλάτες του, σε σχήμα που να δείχνει ένα Π στη δεξιά, ένα Π στην αριστερή. Μαγκώνουν έπειτα το επάνω μέρος του χαραγμένου δέρματος και με πολύ ορμή τραβούν το δέρμα προς τα κάτω. Η βάσανος είναι αφόρητη γιατί το δέρμα ξεκολλά με αφάνταστη δυσκολία. Και ενώ οι στρατιώτες όλο και αλλάζουν για να ξεκουράζονται, ο Μάρτυρας του Χριστού Βασίλειος στέκεται σαν δένδρο όρθιος χωρίς να καμφθεί. Και όταν οι λουρίδες φθάνουν ως τους μηρούς, τότε προστάζει ο Τύραννος να τις κόψουν με τα ξυράφια και να τις πετάξουν στα σκυλιά του παλατιού.
Το θέαμα είναι φρικιαστικό και απάνθρωπο, μα τόση χαρά δίνει στον αυτοκράτορα, ώστε χτυπά με ευχαρίστηση τις παλάμες, πλησιάζει τον Μάρτυρα και του λέγει.
Σ' άρεσε; Που είναι λοιπόν ο Χριστός σου ο παντοδύναμος; Γυρίζοντας ύστερα το πρόσωπο προς ένα Δρουγάριο του λέγει.
Βαρέθηκα πια με αυτούς τους πεισματάρηδες Χριστιανούς. Ούτε τα χέρια μου θέλω να λερώσω, ούτε το πάτωμα του δικαστηρίου. Πάρτε τον, δείρτε τον, ρίξτε τον σ’ ένα καράβι και βγάλτε τον στην Οινόη. Από κει στην Καισάρεια στον έμπιστό μου Μάρη, αυτός θα τον κανονίσει όπως του χρειάζεται.
Κατά το διάστημα του ταξιδιού ο Μάρτυρας του Χριστού Βασίλειος, είναι κλεισμένος σ' ένα αμπάρι σκοτεινό μαζί με ένα κοπάδι γίδια, που τα μεταφέρουν έμποροι της Οινόης. Όταν τον βγάζουν στο λιμάνι του δίνουν εκατό ραβδισμούς, τον δένουν πίσω από το άλογο ενός αξιωματικού και ξεκινούν για πεζοπορία τουλάχιστον δώδεκα ημερών. Διασχίζουν ολόκληρη την περιοχή Χαλύβια, το Τσαταλπινάρ, το Μεϊντάν, το Τσάλντερε, το Καρακούζ, κατεβαίνουν στην Αμάσεια, το Τσορούμ, το Ζιλέ και σταματούν στην Τοκάτη. Από την Τοκάτη το στρατιωτικό απόσπασμα διέρχεται από τα δάση του Αηδαγμανμέν, περνά τον Λύκο ποταμό και φθάνει επί τέλους στην Καισάρεια.
Μόλις φθάνουν στην Καισάρεια, τον ρίχνουν σε μια φυλακή, ξυπόλυτο, κουρελιασμένο, καταπληγωμένο. Την επομένη τον φέρνουν μπροστά στον Έπαρχο Μάρη.
Απειθέστατο ζώο, του λέγει με άγριο ύφος εκείνος, έβαλες τουλάχιστον μυαλό; Σ' άρεσε ότι τράβηξες εξαιτίας της βλακείας σου, αλλά και της αντιλογίας σου σ' ένα ένδοξο αυτοκράτορα; Λέγε λοιπόν. Μετάνοιωσες;
Ναι, μετανοώ γιατί δεν ύβρισα περισσότερο τον Δήμιο της Εκκλησίας τον Ισκαριώτη Ιούδα Ιουλιανό τον παράφρονα…
Ο Τύραννος σηκώνεται αρπάζει ένα πιρούνι που βρίσκεται ανάμεσα στα βασανιστικά όργανα και το χώνει διαδοχικώς στα μάτια του νέου. Θα σου δείξω εγώ κακούργε τί θα πει να βρίζεις ένα αυτοκράτορα. Ξεριζώστε του τα δόντια ένα-ένα με τη ντανάλια, προστάζει δύο στρατιώτες. Και τη γλώσσα ουρλιάζει ο Τύραννος. Ο Χριστιανός πέφτει ανάσκελα λιπόθυμος και ο αιμοβόρος Έπαρχος πηδά σαν ανήμερο θηρίο με όλη του τη δύναμη πάνω στο στομάχι και στη κοιλιά του νέου με σκοπό να βγάλει τα εντόσθια. Προστάζει τους στρατιώτες να χτυπούν με βαρειά ρόπαλα το κεφάλι, ως που να σπάσει. Όταν και αυτό γίνεται, διατάζει να σταματήσουν. Αρκετά ως εδώ, λέγει. Αύριο να τον πετάξετε στον Ιππόδρομο να φαγωθεί από τα θηρία.
Λιγότερα