ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ

ΑΓΙΟΣ ΓΟΡΔΙΟΣ.

  3 Ιανουαρίου 286-314 μ.Χ.    28 Ετών
ΑΓΙΟΣ ΓΟΡΔΙΟΣ
ΑΓΙΟΣ ΓΟΡΔΙΟΣ

Βρισκόμαστε σε Κωμόπολη της Καππαδοκίας του Πόντου, τα ιστορικά Κόμανα. Έτος από Χριστού 313. Αυτοκράτορας του Βυζαντίου ο τρομερός ειδωλολάτρης Λικίνος, γαμβρός επί αδελφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, εχθρός δε θανάσιμος αυτού.

Τούτον ο Μέγας Κωνσταντίνος αυτοκράτορας της Ρώμης ακόμη, έχει διορίσει ως συναυτοκράτορά του στην Ανατολή κι' έχει ενθρονίσει αυτόν στον θρόνο του Βυζαντίου, με μια ρητή εντολή. Να φέρεται δίκαια και καλά στους Χριστιανούς. Την εντολή αυτή αθετεί ο Λικίνιος εκδίδει ένα βασιλικό διάταγμα εναντίων των Χριστιανών και η φωτιά του διωγμού ανάβει.

Στον ωραίο Πόντο πέφτει φωτιά, γιατί εκεί ο Λικίνιος έχει στείλει τους πιο κτηνώδεις και παράφρονες, για να αφανίσουν απ' τη ρίζα τον Χριστιανισμό.

Γιατί μισεί τόσο πολύ τον Πόντο ο Λικίνος;

Γιατί ξέρει πολύ καλά δύο πράγματα. Το ένα πως οι Πόντιοι σ' αυτή την διαμάχη του μεταξύ αυτού και του Μ. Κωνσταντίνου, τάσσονται με το μέρος του Κωνσταντίνου κατατάσσονται μάλιστα στον στρατό του, για τον επικείμενο πόλεμο μεταξύ Λικινίου και Κωνσταντίνου. Δεύτερον μισεί τον Πόντο γιατί ξέρει τί ρόλο παίζουν στην εξάπλωση του Χριστιανισμού οι Έλληνες του Πόντου.

Διαλέγει λοιπόν τα μεγαλύτερα τέρατα των Επάρχων του και στέλνει στον Πόντο. Ένας από αυτούς τοποθετείτε στην Καισάρεια, την πρωτεύουσα της Καππαδοκίας και ολόκληρου του Πόντου. Το όνομα του Αγριππίνος. Αυτός αρχίζει εξοντωτικό διωγμό, όχι μόνο στον Λαό, αλλά και στις τάξεις του στρατού.

Κάποια μέρα του Δεκέμβρη του έτους 313, καλεί στο ιδιαίτερο γραφείο, τον αξιωματικό του Γόρδιο και του λέγει.

Γόρδιε μου είσαι έμπιστος;

Ναι, απαντά εκείνος.

Θέλω να βάλεις ανθρώπους δικούς σου να κάνουν συστηματική έρευνα μέσα στο έκτο στρατιωτικό Τάγμα του ιππικού. Πιάσε φίλους, κάνε πως είσαι Χριστιανός. Μάθε να σχεδιάζεις το σχήμα ψαριού, εδώ θα τους παγιδεύεις για καλά, γιατί τούτο το σύμβολο είναι δικό τους και σημαίνει ΙΧΘΥΣ, που θέλει να πει, Ιησούς Χριστός Θεού Υιός Σωτήρ. Φέρε τους σε μένα, εγώ θα τους βγάλω τα μάτια, θα τους ξεριζώσω τις γλώσσες, θα χύσω λιωμένο σίδερο στα λαρύγγια τους. Κανείς μα κανείς δεν θα γλυτώσει απ' τα χέρια μου. Πήγαινε λοιπόν αξιωματικέ μου και πολύ γρήγορα θα σε αναδείξω Δομέστικο (σώμα ανδρών, που χρησίμευε ως επιτελείο στους Ρωμαίους Αυτοκράτορες), παρ' όλη τη μικρή σου ηλικία. Πόσων ετών είσαι;

Εικοσιεπτά, απαντά ο αξιωματικός.

Είσαι Χριστιανός;

Ο αξιωματικός πνιγμένος σε ωκεανό αθυμίας, φόβου και τρόμου, αρνείται την πίστη του, αρνείται τον Χριστό του κι' αντί ν' ανεβάσει τον νου του στον ουρανό και να ζητήσει την εξ ύψους βοήθεια, απαντά με χείλη σφιγμένα, μελανά, νεκρωμένα και λέγει.

Δεν είμαι Χριστιανός.

Αξιωματικέ φωνάζει. Κι' όταν εκείνος ξαναγυρίζει κοντά του, του λέγει. Αύριο κατά την ώρα της τελετής στον Ιππόδρομο, έχουμε να θανατώσουμε δεκαεπτά Χριστιανούς. Φέρε λοιπόν κι' άλλους για να χαροποιήσουμε το Μεγαλείο του Αυτοκράτορα.

Σύμφωνοι;

Σύμφωνοι.

Μετά απ' τη στιχομυθία αυτή ο αξιωματικός Γόρδιος χαιρετά στρατιωτικά και φεύγει.

Που πηγαίνει ο εξωμότης, ο προδότης της πίστεως του Χριστού;

Ταχύνει τα βήματά του προς το στρατόπεδο, χωρίς να ξέρει που πάει. Μετά από πάλη ώρας πολλής, παίρνει σταθερή και άκαμπτη απόφαση. Θα ασκητέψει για να εξιλεωθεί και να σβήσει τη μουτζούρα της ψυχής του με τα δάκρυα της μετανοίας, με την πείνα και τη δίψα, με τη διαρκή συντριβή και επικοινωνία με το Θείον.

Και το κάνει.

Είναι Δεκέμβρης του 313. Χωρίς να δώσει εξηγήσεις σε κανένα, κατορθώνει να φορέσει στολή βοσκού και τυλιγμένος μέσα στη μάλλινη χονδρή κάπα, με μια γκλίτσα στο χέρι, παίρνει το μονοπάτι που οδηγεί έξω απ' την Καισάρεια. Διασχίζει απάτητα βουνά, λόφους και πλαγιές, θέλοντας ν' απομακρυνθεί μια ώρα νωρίτερα απ' τα περίχωρα της Καισαρείας με πρόγραμμα να φθάσει στους πρόποδες του Αντίταυρου, όπου και θα μείνει σ' όλη του τη ζωή.

Και το κατορθώνει. Μετά από ταλαιπωρίες απερίγραπτες φθάνει επί τέλους στις πρώτες πλαγιές του πανύψηλου βουνού, με τα αθάνατα χιόνια. Βρίσκει μια μεγάλη σπηλιά ενός ογκώδη βράχου και σταματά. Ο τόπος αυτός με το ζεστό σπήλαιο του φαίνεται σωστός Παράδεισος μπροστά στα φρικτά βάσανα της οδοιπορίας του μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Γονατίζει, ευχαριστεί τη Θεοτόκο, που τον φύλαξε από βέβαιο θάνατο της παγωνιάς, των θηρίων και της πείνας και της δίνει υπόσχεση πως θα ξεπλύνει την αμαρτωλή του ψυχή με τη δική της βοήθεια και ευσπλαχνία.

Και η ασκητική ζωή αρχίζει. Έχει περάσει ένας ολόκληρος χρόνος αφ' ότου ξεκίνησε απ' την Καισάρεια. Τίποτα δεν του δίνει πια παρηγοριά. Ένας προδότης, σκέφτεται πρέπει να ξεπληρώσει την προδοσία του μόνο με ένα τίμημα, τη ζωή του.

Έχει φέξει. Κάνει το σημείο του Τιμίου Σταυρού και με καρδιά που φλέγεται από πόθο του Μαρτυρίου, κάνει τρεις μετάνοιες, ασπάζεται το κατώφλι της σπηλιάς και φεύγει.

Μ' αυτά τα αισθήματα ο Γόρδιος κάποτε, ύστερα από οδοιπορία τριάντα ημερών, φθάνει στην Καισάρεια την πόλη απ' την οποία έφυγε σαν λιποτάκτης.

Είναι 3 Ιανουαρίου του 314, όταν κατευθείαν πηγαίνει και στέκεται έξω απ' τη Σύγκλητο.

Ο Γόρδιος παίρνει μια βαθιά εισπνοή, τυλίγεται σφιχτά στην κάπα του, ακουμπά στο ραβδί του και μπαίνει μέσα, τη στιγμή που ο φρουρός απασχολείται με κάτι. Κάποιος άλλος στρατιώτης της φρουράς του διαδρόμου τον αρπάζει απ' τον ώμο και αφού τον σταματά του λέγει.

Φύγε από δω παλιοζητιάνε.

Θέλω να μιλήσω στον Έπαρχο, παρακάλεσέ τον να μου δώσει άδεια να τον πλησιάσω, κάνει με παρακλητική φωνή ο Γόρδιος.

Περίμενε φτωχέ μου , ο εξοχώτατος υπογράφει, μόλις τελειώσει θα σε παρουσιάσω. Ελεημοσύνη δεν ζητάς;

Ο Γόρδιος μπαίνει μέσα στο Γραφείο, πλησιάζει τον Έπαρχο Αγριππίνο, τον κοιτάζει και του λέγει.

Με γνωρίζεις Έπαρχε;

Ποιος είσαι ζητιάνε που έχεις την αξίωση να σε γνωρίζω; Μήπως μου φέρνεις ειδήσεις για τον λιποτάκτη εκείνον τον Εκατόνταρχο Γόρδιο;

Ναι.

Ω! κάνει ο Έπαρχος ανοίγοντας διάπλατα τα χέρια. Σε βλέπω φτωχό θα σε κάνω πλούσιο, σε βλέπω άρρωστο και σκελετωμένο θα σε γιατρέψω. Τώρα αυτή τη στιγμή υπογράφω στο όνομά σου είκοσι χιλιάδες φλουριά, λέγε μου λοιπόν που βρίσκεται ο Γόρδιος.

Μπροστά στα μάτια σου Έπαρχε, απαντά ο Γόρδιος.

Θα σε πνίξω… ορύεται ο Έπαρχος. Θα σου βγάλω τα μάτια, θα σου ξεριζώσω τη γλώσσα και θα χύσω λιωμένο σίδερο στο λαρύγγι σου, το καταλαβαίνεις;

Ότι αγαπάς και ότι θέλεις Έπαρχε, εγώ για τον σκοπό αυτό παρουσιάστηκα μπροστά σου σήμερα. Θέλω με τη θυσία της ζωής μου να ξεπληρώσω μια ενοχή που έγινε από ανθρώπινη αδυναμία μου. Ο Χριστός μου ας μου συγχωρήσει κι ας δεχθεί το αίμα μου σαν σφραγίδα ομολογίας και μετανοίας.

Ο Έπαρχος προστάζει και φέρνουν, απ' την Πλατεία που είναι εκεί κοντά κι' έχει αραδιασμένα χίλια δυο τιμωρητικά όργανα για τους Χριστιανούς, που θανατώνει κάθε μέρα, μια χοντρή βελόνα σαν σακοράφα. Την περιεργάζεται αδηφάγα και πλησιάζει τον νέο.

Ο Έπαρχος σηκώνει το χέρι, ζυγίζει το βλέμμα του και βλέπει την κόρη του ματιού του Χριστιανού. Έπειτα μπήγει με ορμή τη βελόνα στο κέντρο του ενός ματιού, την αναδύει σαν τρυπάνι φέρνοντας γύρους πολλούς κι' έπειτα τη βγάζει. Το μάτι χύνεται σαν νερό. Βυθίζει με ορμή τη βελόνα και στο άλλο του μάτι και προστάζει ένα δήμιο και του λέγει. Σέργιε φέρε την τανάλια της γλώσσας. Άνοιξε το στόμα σου σκουλήκι για να μάθεις τί εστί Αγριππίνος Ρωμαίος. Ο Μάρτυς ανοίγει το στόμα κι' ο Έπαρχος γατζώνει τη γλώσσα ανάμεσα στα δύο χείλη της τανάλιας, τη σφίγγει γερά κι' αρπάζει ένα μαχαίρι κοφτερό απ' το χέρι ενός στρατιώτη. Τραβά έξω τη γλώσσα ως μια πιθαμή και χώνοντας στο λαρύγγι το μαχαίρι την κόβει βαθιά-βαθιά. Το αίμα τινάζεται σαν πίδακας. Ο δούλος του Θεού υπομένει πόνους φρικτούς, πόνους δριμυτάτους, που θα έπρεπε να τον ξαπλώσουν στο πάτωμα μισοπεθαμένο. Εν τούτοις στέκεται όρθιος. Κάποια στιγμή ο Τύραννος, χτυπά στον ώμο τον υπαξιωματικό του και του ψιθυρίζει κάτι. Ο αξιωματικός πειθήνιο όργανο φεύγει και επανέρχεται κρατώντας ένα δοχείο με μολύβι λιωμένο καυτό σαν φωτιά της Κολάσεως και στο άλλο χέρι μια βαθιά μεγάλη κουτάλα.

Έλα κατ' εδώ ανάξιε αξιωματικές, έλα να σε ποτίσω αναψυκτικό που θα σου χαρίσει αιώνια δροσιά. Έλα να γευθείς το λιωμένο καυτό μολύβι και να πας στον άλλο κόσμο χορτασμένο. Ο στρατιώτης χώνει ως τον οισοφάγο ένα μεγάλο χωνί κι' ο αιμοχαρής Αγριππίνος βουτά με προσοχή την κουτάλα, τη γεμίζει καυτό λιωμένο μολύβι και το χύνει λίγο-λίγο στο χωνί.

Ο Μάρτυς του Χριστού Γόρδιος γέρνει το κεφάλι και σωριάζεται στο δάπεδο. Είναι νεκρός.

Η αγία μας Εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη του Μάρτυρος Γορδίου στις 3 Ιανουαρίου, που μαρτύρησε κατά το έτος 314 σε ηλικία 28 ετών.

Λιγότερα
  ΚΟΜΑΝΑ ΤΟΥ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΚΟΥ ΠΟΝΤΟΥ
ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΟΙ ΑΓΙΟΙ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ ΙΑΝΟΥΑΡΙΟΣ ΑΓΙΟΣ ΓΟΡΔΙΟΣ
ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ ΕΝΩΣΗ ΠΟΝΤΙΩΝ «ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ» Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ - Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ ΕΝΩΣΗ ΠΟΝΤΙΩΝ «ΑΡΓΟΝΑΥΤΕΣ»
Ν. ΦΙΛΑΔΕΛΦΕΙΑΣ - Ν. ΧΑΛΚΗΔΟΝΑΣ

ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΕ:

Facebook

Instagram

YouTube

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ:

Στείλτε μας την ηλεκτρονική σας διεύθυνση για να κάνετε εγγραφή στο «ΕΝΗΜΕΡΩΤΙΚΟ ΔΕΛΤΙΟ» ή τις όποιες παρατηρήσεις και τυχόν προβλήματα που αντιμετωπίσατε κατά την περιήγησή σας στην ιστοσελίδα μας:

ΒΡΕΙΤΕ ΜΑΣ ΣΤΟΝ ΧΑΡΤΗ

Όλα τα δικαιώματα διατηρούνται από την ιστοσελίδα argonautes-nfx.gr 2019-2025.